- ἐμπληκτικός
- ἐμπληκτικός, ή, όν, ([etym.] ἐμπλήσσω)A stupid,
θέατρα Plu.2.748d
(sed leg. ἐμπλήκτων) :—in Id.Sull.34 f.l. for ἐμπληκτότατον. Adv.-κῶς Apollon.Lex.
s.v. ἐμπλήγδην.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θέατρα Plu.2.748d
(sed leg. ἐμπλήκτων) :—in Id.Sull.34 f.l. for ἐμπληκτότατον. Adv.-κῶς Apollon.Lex.
s.v. ἐμπλήγδην.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμπληκτικός — ἐμπληκτικός, ή, όν (Α) αυτός που εκπλήσσεται εύκολα, ανόητος … Dictionary of Greek
ἐμπληκτικοί — ἐμπληκτικός stupid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπληκτική — ἐμπληκτικός stupid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπληκτικῶς — ἐμπληκτικός stupid adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)